παραπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραπλέκομαι se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
|btext=<b>1</b> tresser le long de, <i>particul.</i> tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;<br /><b>2</b> tisser avec, <i>fig.</i> insérer dans;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραπλέκομαι se faire des boucles.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέκω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[εμπλέκω]] ή [[ενυφαίνω]] («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρεμβάλλω]], [[παρεισάγω]] («ὅλη γε τῇ [[δραματουργία]] τοῡτο παραπέπλεκται», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπλέκω]], [[συνθέτω]] («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πλέκω]] ή [[σγουραίνω]] τα μαλλιά [[κατά]] [[μήκος]] του μετώπου<br /><b>3.</b> [[αναμιγνύω]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλέκω Medium diacritics: παραπλέκω Low diacritics: παραπλέκω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paraplékō Transliteration B: paraplekō Transliteration C: parapleko Beta Code: paraple/kw

English (LSJ)

   A braid or weave in, Hp.Vict.1.14 : metaph., μύθους Str.1.2.35 :—Pass., to be woven into, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται Id.1.2.27 ; τὸ μηδ' ὅλως ἐν τῷ κόσμῳ μηδαμοῦ-πεπλέχθαι κενόν Gal.4.474.    II braid or curl along the forehead, τὰς τρίχας Poll.2.35 ; π. ἑαυτόν becurl himself, Plu.2.785e :—Med., παραπλέκεσθαι Ael.NA16.11 ; παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ ἡ ἀναπεπλεγμένη Poll. l.c.    III mix with medicines, Ruf. ap. Orib.8.39.5, Philum. ap. eund.45.29.45, Gal.11.88 ; so of pigments, τὸ ξανθὸν τῷ κυανῷ π. Procop.Gaz.p.157 B.

German (Pape)

[Seite 494] dazwischen, darein flechten, Hippocr.; vom Haarputz der Frauenzimmer, sich Locken von fremdem Haar ansetzen, ἑαυτόν, Plut. an seni 4; auch med., Ael. H. A. 16, 11; Poll. 2, 35 erkl. es aber einfach durch ἀναπλέκω und führt παραπεπλεγμένη Ἀθηνᾶ an, und so steht es auch Plut. Is. et Os. 15. Uebertr., ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, Strab. 1, 2, 27; vgl. Plut. pr. frig. 15.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλέκω: μέλλ. -ξω, ἐμπλέκω, ἐνυφαίνω, Ἱππ. 345. 36· μύθους Στράβ. 43· - Παθητ., ἐνυφαίνομαι, τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται ὁ αὐτ. 33, πρβλ. Πλούτ. 2. 951D. II. σγουρώνω ἢ ἀναπλέκω τὴν κόμην κατὰ μῆκος τοῦ μετώπου, τὰς τρίχας Πολυδ. Β΄, 35· π. ἑαυτόν, κοσμεῖν ἑαυτὸν διὰ πλοκῆς τῆς κόμης, Πλούτ. 2. 785Ε· οὕτω μέσ. παραπλέκεσθαι, Αἰλ. π. Ζ. 16. 11, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

1 tresser le long de, particul. tresser les cheveux le long de la tête : ἑαυτόν PLUT se faire des boucles;
2 tisser avec, fig. insérer dans;
Moy. παραπλέκομαι se faire des boucles.
Étymologie: παρά, πλέκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.)
2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῡτο παραπέπλεκται», Στράβ.)
αρχ.
1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν ἑκόντες οὐκ ἀγνοίᾳ τῶν ὄντων», Στράβ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) πλέκω ή σγουραίνω τα μαλλιά κατά μήκος του μετώπου
3. αναμιγνύω.