παράρθρησις: Difference between revisions
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παραρθρώ]]<br /><b>1.</b> [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> μερική [[εξάρθρωση]], [[παράρθρημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.
German (Pape)
[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παραρθρώ
1. εξάρθρωση
2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα.