παρείας: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />serpent joufflu consacré à Asclépios.<br />'''Étymologie:''' [[παρειά]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />serpent joufflu consacré à Asclépios.<br />'''Étymologie:''' [[παρειά]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[παρούας]] και [[πάρωος]], ὁ Α<br /><b>1.</b> ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο [[ιερό]] [[φίδι]] του Ασκληπιού<br /><b>2.</b> (ενν. [[ίππος]]) καστανόχρωμο [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i>. Το [[ερπετό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της [[μεγάλης]] γνάθου του. Ο τ. [[παρούας]] έχει προέλθει από [[επίδραση]] της λ. <i>οὖς</i>(<b>βλ.</b> και λ. [[παρώας]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, mostly Adj., π. ὄφις
A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl.690, D.18.260 (pl.) ; π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4 ; ὁ παρείας ἢ παρούας,
A οὕτω γὰρ Ἀπολλόδωρος ἐθέλει Ael.NA8.12 :—also πάρωος, Philum.Ven.32, Hsch. II παρώας ἵππος a chestnut horse (μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.), αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA630a29 : fem. παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii) ; παραύα, ibid.; παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πᾰρείας: -ου, ὁ, ἐρυθρόφαιός τις ὄφις ἱερὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 690, Δημ. 313. 25· ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 8. 12 (ὁ παρείας ἢ παρούας, οὕτω γὰρ Ἀπολλόδωρος ἐθέλει), Schneid. εἰς Νικ. Θηρ. σ. 242· παρεῖαι ὄφεις ἐν Κρατίνου Ἀποσπ. 6, σ. 143. ΙΙ. ὡσαύτως, παρώας ἵππος, ὁ χρώματος καστανοῦ, («μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ» Φώτ.), αἱ παρῶαι ἵπποι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 3· παρ’ Ἡσύχ., ὡσαύτως πάρωος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
serpent joufflu consacré à Asclépios.
Étymologie: παρειά.
Greek Monolingual
και παρούας και πάρωος, ὁ Α
1. ο πορείας όφις, σταχτοκόκκινο ιερό φίδι του Ασκληπιού
2. (ενν. ίππος) καστανόχρωμο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειαί. Το ερπετό ονομάστηκε έτσι λόγω της μεγάλης γνάθου του. Ο τ. παρούας έχει προέλθει από επίδραση της λ. οὖς(βλ. και λ. παρώας)].