περίθεσις: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
(T22) |
(32) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=περιθέσεως, ἡ ([[περιτίθημι]]), the [[act]] of putting [[around]] ([[περί]], III:1) (Vulg. circumdatio (A. V. wearing)): περιθέσεως χρυσίων [[κόσμος]], the [[adornment]] consisting of the [[golden]] ornaments [[wont]] to be plied [[around]] the [[head]] or the [[body]], Arrian 7,22), Galen, Sextus Empiricus, others.) | |txtha=περιθέσεως, ἡ ([[περιτίθημι]]), the [[act]] of putting [[around]] ([[περί]], III:1) (Vulg. circumdatio (A. V. wearing)): περιθέσεως χρυσίων [[κόσμος]], the [[adornment]] consisting of the [[golden]] ornaments [[wont]] to be plied [[around]] the [[head]] or the [[body]], Arrian 7,22), Galen, Sextus Empiricus, others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[περιτίθημι]]<br />το να περιτίθεται, να τοποθετείται [[κάτι]] [[ολόγυρα]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ περιθέσεως [[χρυσίων]]», ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting round, putting on, ἐκ περιθέσεως in the act of application, Heraclasap. Orib.48.12.1; π. χρυσίων 1 Ep.Pet.3.3; βρόχου Philum.Ven.7.8; στραγγάλης S.E.P.3.15: pl., π. πλοκαμίδων J.AJ 19.1.5; κωνωπίων Sor.1.85.
German (Pape)
[Seite 577] ἡ, das Herumsetzen, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
περίθεσις: -εως, ἡ, τὸ περιτιθέναι, ἐπιτιθέναι, περιβάλλεσθαι, Σέξ. Ἐμπ. π. Π. 2.15, 1, Ἐπιστ. Πέτρ. 3.3· ἴδε λέξ. ἐν περίθετος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de placer autour.
Étymologie: περιτίθημι.
English (Strong)
from περιτίθημι; a putting all around, i.e. decorating oneself with: wearing.
English (Thayer)
περιθέσεως, ἡ (περιτίθημι), the act of putting around (περί, III:1) (Vulg. circumdatio (A. V. wearing)): περιθέσεως χρυσίων κόσμος, the adornment consisting of the golden ornaments wont to be plied around the head or the body, Arrian 7,22), Galen, Sextus Empiricus, others.)
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, Α περιτίθημι
το να περιτίθεται, να τοποθετείται κάτι ολόγυρα από κάτι άλλο («καὶ περιθέσεως χρυσίων», ΚΔ).