περίαπτος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />attaché autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιάπτω]].
|btext=ος, ον :<br />attaché autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίαπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιάπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αναρτηθεί [[ολόγυρα]] («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περίαπτο</i>(<i>ν</i>)<br />[[καθετί]] που κρεμιέται από το [[σώμα]] για [[αποτροπή]] του κακού, το [[περίαμμα]], το [[φυλαχτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επιπρόσθετο [[θέλγητρο]] («οὐδὲν δὴ προσδεῑται τῆς ἡδονῆς ὁ [[βίος]] αὐτῶν, [[ὥσπερ]] περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> κοσμήματα.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαπτος Medium diacritics: περίαπτος Low diacritics: περίαπτος Capitals: ΠΕΡΙΑΠΤΟΣ
Transliteration A: períaptos Transliteration B: periaptos Transliteration C: periaptos Beta Code: peri/aptos

English (LSJ)

ον,

   A hung round, appended, ἄκος π., i. e. an amulet, Cratin.22 D.; σέμνωμα π. Eust.95.42.    II as Subst. περίαπτον, τό, = περίαμμα, amulet, Pl. R.426b, Thphr.HP9.19.2, etc.; adventitious charm, Arist.EN1099a16: pl., ornaments, Ph.1.608.

German (Pape)

[Seite 569] umgehängt, äußerlich, im Ggstz von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ π. = περίαμμα, Amulet, Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίαπτος: -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = περίαμμα, φυλακτήριον, Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· παράρτημα, προσάρτημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché autour.
Étymologie: περιάπτω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίαπτος, -ον, ΝΜΑ περιάπτω
1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν)
καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή του κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) επιπρόσθετο θέλγητρο («οὐδὲν δὴ προσδεῑται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν, ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», Αριστοτ.)
β) στον πληθ. κοσμήματα.