πλατίστακος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_14) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτίστᾰκος''': ὁ, «Δωρίων δ᾿ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων… τοὺς δὲ προσαγορευομένους φησὶ μύλλους ὑπὸ μέν τινων καλεῖσθαι [[ἀγνωτίδια]], ὑπὸ δέ τινων πλατιστάκους» Ἀθήν. 118C, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ, 201: [[ὡσαύτως]], = [[σαπέρδης]], Παρμ. [[αὐτόθι]] 308F. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Φώτ. | |lstext='''πλᾰτίστᾰκος''': ὁ, «Δωρίων δ᾿ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων… τοὺς δὲ προσαγορευομένους φησὶ μύλλους ὑπὸ μέν τινων καλεῖσθαι [[ἀγνωτίδια]], ὑπὸ δέ τινων πλατιστάκους» Ἀθήν. 118C, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ, 201: [[ὡσαύτως]], = [[σαπέρδης]], Παρμ. [[αὐτόθι]] 308F. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[μύλλος]]. το [[μυλοκόπι]]<br /><b>2.</b> το [[ψάρι]] [[σαπέρδης]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «[[πλατίστακος]]<br />τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον»<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως [[λογοπαίγνιο]] του Πλάτωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. [[πλάταξ]]. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ακος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από τη [[χρήση]] της λ. [[πλατίστακος]] με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. [[πλατύς]] (<b>πρβλ.</b> και τη [[χρήση]] της λ. [[πεδίον]] με την [[ίδια]] σημ.). Ωστόσο, η [[αναγωγή]] της λ. σε έναν τ. <i>πλάτιστος</i>, υπερθ. του [[πλατύς]], δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A the fish μύλλος, Dorio ap.Ath.3.118c; also, = σαπέρδης, Parmeno ap. eund.7.308f: with play on Πλάτων, Timo 30. II pudenda muliebria, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτίστᾰκος: ὁ, «Δωρίων δ᾿ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων… τοὺς δὲ προσαγορευομένους φησὶ μύλλους ὑπὸ μέν τινων καλεῖσθαι ἀγνωτίδια, ὑπὸ δέ τινων πλατιστάκους» Ἀθήν. 118C, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ, 201: ὡσαύτως, = σαπέρδης, Παρμ. αὐτόθι 308F. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. το ψάρι μύλλος. το μυλοκόπι
2. το ψάρι σαπέρδης
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος
τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον»
4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. πλάταξ. Πρόκειται μάλλον για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο επίθημα -ακος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη χρήση της λ. πλατίστακος με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. πλατύς (πρβλ. και τη χρήση της λ. πεδίον με την ίδια σημ.). Ωστόσο, η αναγωγή της λ. σε έναν τ. πλάτιστος, υπερθ. του πλατύς, δεν θεωρείται πιθανή].