ποτέρως: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de laquelle des deux manières ?<br />'''Étymologie:''' [[πότερος]].
|btext=<i>adv.</i><br />de laquelle des deux manières ?<br />'''Étymologie:''' [[πότερος]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[πότερος]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτέρως Medium diacritics: ποτέρως Low diacritics: ποτέρως Capitals: ΠΟΤΕΡΩΣ
Transliteration A: potérōs Transliteration B: poterōs Transliteration C: poteros Beta Code: pote/rws

English (LSJ)

Adv. of πότερος,

   A in which of two ways? π. ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἢ . . ἐπιμελόμενοι; ib.2.7.8, cf. 1.6.15, etc.; πότερόν ἐστιν αὐτῆς (sc. τῆς τραγῳδίας) τὸ ἐπιχείρημα... χαρίζεσθαι... ἢ καὶ διαμάχεσθαι; π. σοι δοκεῖ . .; Pl.Grg.502b, cf. Cra. 435e; π. οὖν οἴει μᾶλλον ἂν φοβεῖσθαι... εἰ ὁρῷεν... ἢ εἰ καταδοξάσειαν . .; X.An.7.7.30.    2 in indirect questions, διορίσαι, π. λέγεις Pl. R.341b; διερευνήσασθαι . . π. ἔχει ib..368c, cf.Plt.272d.

German (Pape)

[Seite 689] adv. von πότερος, auf welche von beiden Arten; Plat. Gorg. 502 b Rep. I, 341 b; Xen. Cyr. 2, 3, 4; An. 7, 7, 30; auch in indirecter Frage, περὶ τῆς ὠφελείας αὐτοῖν τἀληθὲς ποτέρως ἔχει, Plat. Rep. II, 368 c; auch = ob, Polit. 272 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πότερος, κατὰ τίνα ἐκ τῶν δύο τρόπων; Λατ. utro modo? π. ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἤ... ἐπιμελούμενοι; Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 6, 15, κτλ.· πότερόν ἐστιν αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς τραγῳδίας) τὸ ἐπιχείρημα…, χαρίζεσθαι…, ἢ καὶ διαμάχεσθαι…, ποτέρως σοι δοκεῖ..., Πλάτ. Γοργ. 502Β, πρβλ. Κρατ. 435Ε· ποτέρως οὖν οἴει μᾶλλον ἂν φοβεῖσθαι…, εἰ ὁρῷεν…, ἢ εἰ καταδοξάσειαν…; Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, διορίσαι, π. λέγεις Πλάτ. Πολ. 341Β· διερευνήσασθαι... π. ἔχει αὐτόθι 368C, πρβλ. Πολιτ. 272D.

French (Bailly abrégé)

adv.
de laquelle des deux manières ?
Étymologie: πότερος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. πότερος.