πρακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui agit, qui exécute, auteur de qch;<br /><b>2</b> qui traite d’affaires, qui trafique, marchand.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui agit, qui exécute, auteur de qch;<br /><b>2</b> qui traite d’affaires, qui trafique, marchand.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήρος, ιων. τ. [[πρηκτήρ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πράττει [[κάτι]], [[εκτελεστής]]<br /><b>2.</b> [[πράκτορας]], [[εισπράκτορας]] φόρων<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ πρακτῆρες</i><br />έμποροι, πραματευτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρακ</i>- του [[πράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> [[φρακ]]-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτήρ Medium diacritics: πρακτήρ Low diacritics: πρακτήρ Capitals: ΠΡΑΚΤΗΡ
Transliteration A: praktḗr Transliteration B: praktēr Transliteration C: praktir Beta Code: prakth/r

English (LSJ)

Ion. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ,

   A doer, πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443: in pl., traders, ναυτάων, οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν Od.8.162; παίδων π. dealers in . ., Man.6.447.    II = πράκτωρ 11.1, BCH50.16 (Delph., iv B. C.), IG22.45.8 (prob.), 9(1).32.38 (Stiris, ii B. C.), Them. Or.8.114a, POxy.1829.7 (vi A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] ῆρος, ὁ, ion. u. hom. πρηκτήρ, der Etwas thut, verrichtet; ἔργων, der Werke verrichtet, Il. 9, 443; bes. der Handelsmann, Od. 8, 162. – Bei Attikern Einer, der schuldiges Geld eintreibt, einfordert, Executor, Sp. auch überh. der eine Rache, Strafe vollzieht. S. πράκτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτήρ: Ἰων. πρηκτήρ, ῆρος, ὁ, (πράσσω) ὁ πράττων τι, ἐκτελεστής πρηκτῆρά τε ἔργων Ἰλ. Ι. 443· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 162, ναυτάων οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν, δηλ. ἔμποροι, Λατ. necotiatores· παίδων π., οἱ ἐμπορευόμενοι..., Μανέθων 6. 447· πρβλ. πρᾶξις Ι, πραγματεύομαι Ι. 2. ΙΙ. = πράκτωρ ΙΙ. 1, Θεμίστ. 114Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui agit, qui exécute, auteur de qch;
2 qui traite d’affaires, qui trafique, marchand.
Étymologie: πράσσω.

Greek Monolingual

-ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α
1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής
2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων
3. πληθ. οἱ πρακτῆρες
έμποροι, πραματευτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ- του πράττω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακ-τήρ)].