πριονωτός: Difference between revisions
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
(6_10) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῑονωτός''': ή, όν (οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. πριονόω) πεποιημένος ὡς [[πριόνιον]], [[ὀδοντωτός]], στόμια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 139· τοῦ κρανίου τὸ πρ. [[μέρος]] ῥαφὴ καλεῖται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· πρ. ὄφεις, ἔχοντες ὀδοντωτά, πριονοειδῆ τὰ νῶτα, Φιλόστρ. 99· πριονωτῇ τῇ λοφιᾷ [[αὐτόθι]] 867· ἡ πριονωτὴ τειχοποιία, ἐπὶ πολεμικῆς μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 86. | |lstext='''πρῑονωτός''': ή, όν (οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. πριονόω) πεποιημένος ὡς [[πριόνιον]], [[ὀδοντωτός]], στόμια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 139· τοῦ κρανίου τὸ πρ. [[μέρος]] ῥαφὴ καλεῖται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· πρ. ὄφεις, ἔχοντες ὀδοντωτά, πριονοειδῆ τὰ νῶτα, Φιλόστρ. 99· πριονωτῇ τῇ λοφιᾷ [[αὐτόθι]] 867· ἡ πριονωτὴ τειχοποιία, ἐπὶ πολεμικῆς μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 86. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πριονωτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το [[πριόνι]], [[οδοντωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πριονωτή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[μορφή]] ηλεκτρικής τάσης, [[δηλαδή]] διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται [[κατά]] τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, [[τάση]] της οποίας η γραφική [[παράσταση]] έχει τη [[μορφή]] [[λάμας]] πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη [[σάρωση]] της εικόνας στην [[τηλεόραση]], στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πριονωτὴ [[τειχοποιΐα]]» — [[είδος]] πολεμικής μηχανής<br />β) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή [[ουρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίων]], -<i>ονος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (as if from πριονόω)
A made like a saw, jagged, serrated, στόμια Ar.Fr.58; [τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται] Arist.HA516a15; π. δράκοντες with serrated crests, Philostr.VA3.7; π. τῇ λοφίᾳ Philostr.Jun.Im. 4; ἡ π. τειχοποιία, of a warlike engine, Ph.Bel.83.8.
German (Pape)
[Seite 702] wie eine Säge gestaltet; τοῦ κρανίου τὸ πριονωτὸν μέρος, der mit sägenförmigen Näthen zusammengefügte Theil des Schädels, Arist. H. A. 3, 7 u. Sp. Bei Philostr. heißen πριονωτοί Schlangen mit sägenförmigem Kamme oder Rückenschuppen, vit. Apoll. 3, 2, weswegen man das Wort auch πριόνωτος geschrieben u. aus πρίων u. νῶτος hat ableiten wollen, vgl. Jac. Philostr. imagg. p. 263, was nicht richtig scheint. – Ἡ πριονωτή heißt eine Kriegsmaschine, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πρῑονωτός: ή, όν (οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. πριονόω) πεποιημένος ὡς πριόνιον, ὀδοντωτός, στόμια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 139· τοῦ κρανίου τὸ πρ. μέρος ῥαφὴ καλεῖται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· πρ. ὄφεις, ἔχοντες ὀδοντωτά, πριονοειδῆ τὰ νῶτα, Φιλόστρ. 99· πριονωτῇ τῇ λοφιᾷ αὐτόθι 867· ἡ πριονωτὴ τειχοποιία, ἐπὶ πολεμικῆς μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 86.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πριονωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός
νεοελλ.
φρ. «πριονωτή τάση»
(ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, τάση της οποίας η γραφική παράσταση έχει τη μορφή λάμας πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη σάρωση της εικόνας στην τηλεόραση, στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις
αρχ.
φρ. α) «πριονωτὴ τειχοποιΐα» — είδος πολεμικής μηχανής
β) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].