προδιαφθείρω: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=détruire complètement <i>ou</i> anéantir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαφθείρω]]. | |btext=détruire complètement <i>ou</i> anéantir auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαφθείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]] εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]] με [[δωροδοκία]] («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[γάλα]]) αλλοιώνομαι, [[χαλώ]] από [[πριν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A ruin, destroy beforehand, ναῦς ταῖς ἐμβολαῖς Plb.16.6.13:—Pass., Th.1.119, 6.78: c. gen., Lib.Or. 22.32. II corrupt, demoralize beforehand, τοὺς κριτάς prob. for προσ- in D.21.18; ἡγεμόνας Plb.5.4.11:—Pass., Isoc.Ep.2.8. 2 Pass., of milk, go bad beforehand, Sor.1.88.
German (Pape)
[Seite 716] vorher gänzlich verderben, vernichten; Thuc. 1, 119; προδιαφθαρείς, Isocr. 4, 97; τοὺς κριτὰς τῷ ἀγῶνι, bestechen, Dem. 21, 18; Pol. 5, 4, 11. 16, 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· διαφθείρω διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι προηγουμένως, Θουκ. 1. 119., 6. 78.
French (Bailly abrégé)
détruire complètement ou anéantir auparavant.
Étymologie: πρό, διαφθείρω.
Greek Monolingual
Α
1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.)
2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.)
3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν.