πρόμοιρος: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]]. | |btext=ος, ον :<br />qui devance les destins, prématuré.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μοῖρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, θηλ. και [[πρόμοιρις]], -[[οίριος]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πριν]] από τον καθορισμένο από τη [[μοίρα]] χρόνο [[θάνατος]], ο [[πρόωρος]] [[θάνατος]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) α) αυτός που πέθανε πρόωρα<br />β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προμοίρως</i><br />με πρόωρο θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μοῖρα)
A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276. 2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. -ρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).
German (Pape)
[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].