προσμάχομαι: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />combattre contre, s’élancer contre, donner l’assaut à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μάχομαι]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />combattre contre, s’élancer contre, donner l’assaut à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) [[αντιδρώ]], [[αντιμάχομαι]] («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] («[[ὅπως]] μὲν ἂν τις τείχη [[οὕτως]]... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι», <b>Ξεν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], aor.
A -εμᾰχεσάμην J.AJ20.4.1:—fight against, τῇ δειλίᾳ Pl.Lg.647c, cf 830a, Plb.1.28.9; assault a town, X.Cyr.7.5.7; τοῖς τείχεσιν Plu.Demetr.33; κατὰ τὰς κλίμακας X.HG7.2.7.
German (Pape)
[Seite 772] (s. μάχομαι), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι ἐναντίον τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· μάλιστα, προσβάλλω πάλιν, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
combattre contre, s’élancer contre, donner l’assaut à, τινι.
Étymologie: πρός, μάχομαι.
Greek Monolingual
Α
1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.)
3. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι», Ξεν.).