προσλέγω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=dire en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λέγω]]³. | |btext=dire en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λέγω]]³. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[ανακοινώνω]], [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] σε όσα έχω ήδη πει<br /><b>2.</b> [[χαιρετίζω]] με [[προσφώνηση]], [[προσφωνώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[προσλέγομαι]]<br />απευθύνομαι σε κάποιον, του [[αποτείνω]] τον λόγο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προσλέγομαι]] θυμῷ» — [[βάζω]] με τον νου μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A say in addition, Luc.Pseudol.31:—Med., 1 aor. προσελεξάμην, Dor. ποτ-, τὼς οὐδὲν ποτελέξαθ' addressed, accosted, Theoc. 1.92, cf. A.R.4.833: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took evil counsel with himself, meditated evil, Hes.Op.499. II v. προσλέχομαι.
German (Pape)
[Seite 772] (s. λέγω), 1) dazu, dabei legen, med. sich dazu, dabei, daneben legen, καὶ προσέλεκτο, Od. 12, 34, aor. syncop., legte sich zu ihm. – 2) dazu reden, hinzusetzen, ἐκεῖνο μόνον, Luc. pseudol. 31. – Hes. O. 501 auch im med., κακὰ προσελέξατο θυμῷ, Schlimmes sprach er zu seinem Gemüthe, d. i. er machte bei sich schlimme Anschläge; u. gleich dem act., Ap. Rh. 3, 426. 4, 833; τοὺς ποτελέξατο, Theocr. 1, 92.
French (Bailly abrégé)
dire en outre, acc..
Étymologie: πρός, λέγω³.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι ακόμη
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι ακόμη σε όσα έχω ήδη πει
2. χαιρετίζω με προσφώνηση, προσφωνώ
3. μέσ. προσλέγομαι
απευθύνομαι σε κάποιον, του αποτείνω τον λόγο
4. φρ. «προσλέγομαι θυμῷ» — βάζω με τον νου μου.