προσπαίζω: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> jouer <i>ou</i> badiner avec, dat. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> prendre pour sujet de jeu : τινί, se jouer de qqn, railler qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παίζω]].
|btext=<b>1</b> jouer <i>ou</i> badiner avec, dat. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> prendre pour sujet de jeu : τινί, se jouer de qqn, railler qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παίζω]], [[αστειεύομαι]] ή [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[περιγελώ]], [[περιπαίζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[σατιρίζω]]<br /><b>4.</b> [[ειρωνεύομαι]], [[σκώπτω]], [[εμπαίζω]] κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[βασανίζω]], [[τυραννώ]] («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (για άψυχα) κινούμαι εδώ και [[εκεί]], ταλαντεύομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσπαίζουσα τοῑς ὤμοις [[κόμη]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «θεοὺς [[προσπαίζω]]» — [[εξυμνώ]] τους θεούς με εγκωμιαστικό ύμνο, [[τραγουδώ]] [[προς]] τιμήν τών θεών.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαίζω Medium diacritics: προσπαίζω Low diacritics: προσπαίζω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΙΖΩ
Transliteration A: prospaízō Transliteration B: prospaizō Transliteration C: prospaizo Beta Code: prospai/zw

English (LSJ)

fut.

   A -παίξομαι App.BC4.118: aor. προσέπαισα Pl. Euthd.283b, Alciphr.3.65; also προσέπαιξα ib.5, Plu.Caes.63:—play or sport with, τινι X.Mem.3.1.4, Pl.Euthd.278b; of a partridge, Porph.Abst.3.4: metaph., προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις κόμη playing over, Poll.2.25.    2 abs., sport, jest, π. ἐν λόγοις Pl.Phdr.262d, cf. Lg. 653e, 804b; opp. σπουδάζειν, Id.Euthd.283b.    3 laugh at, make fun or sport of, τινι Men.Epit.182, Plu.2.197d, Caes.63; satirize, τινι D.L.4.61, 7.164:—Med., App. l.c.    II c. acc., θεοὺς π. sing to the gods, sing in their praise or honour, Pl.Epin.980b: c. dupl. acc., ὕμνον προσεπαίσαμεν . . τὸν . . Ἔρωτα sang a hymn in praise of Eros, Id.Phdr.265c.    2 banter, τοὺς ῥήτορας Id.Mx.235c, cf. Euthd.285a; π. τὸν κύνα, τὸν ἄρκτον, tantalize, Luc.Dom.24, Ael.NA4.45.

German (Pape)

[Seite 776] (s. παίζω), mit Einem spielen, auf Einen anspielen, τινί, Lob. Phryn. p. 463; τοῖς ἀνθρώποις, Plat. Euthyd. 278 b; ἐν λόγοις, Phaedr. 2624; προσεπαισάτην, Ggstz von ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 b; übh. scherzen mit Einem, τινί, Rufin. 38 (V, 28); ἀλλήλοις, Pol. 8, 29, 4; πρὸς τὸν καιρόν, 10, 4, 8; auch verspotten, τινά, z. B. τοὺς ῥήτορας, Plat. Menex. 235 c; Euthyd. 285 a schwankt die Lesart; Phaedr. 265 c, προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν Ἔρωτα, ist es mehr »schmeicheln, huldigen«; θεούς, Epinom. 980 b, die Götter durch ein ihnen zu Ehren gesungenes Lied feiern; – τινί, Luc. Demon. 21; Plut. Caes. 63; – προσέπαιζεν αὐτῷ λέγων, Xen. Mem. 3, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαίζω: μέλλ. -παίξομαι· ἀόρ. προσέπαισα, Πλάτ. Εὐθύδ. 283Β, Ἀλκίφρων· παρὰ μεταγεν. προσέπαιξα, Πλουτ. Καῖσ. 63. Παίζω μέ τινα, τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 4, Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· - μεταφορ., προσπαίζουσα τοῖς ὤμοις κόμη Πολυδ. Β΄, 25. 2) ἀπολ., παίζω, ἀστεΐζομαι, πρ. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 262D, πρβλ. Νόμ. 653Ε, 804Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 283Β. 3) περιπαίζω, περιγελῶ, τινὶ Πλούτ. 2. 197D, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, εἰ προσπαίζονται ἡμῖν καὶ προκαλοῦνται Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 118· - πρβλ. προσγελάω, καὶ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 463. ΙΙ. μετ’ αἰτ., πρ. θεούς, ᾄδω εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Πλάτ. Ἐπιν. 980Β· καὶ μετὰ διπλ. αἰτ., ὕμνον προσεπαίσαμεν... τὸν... Ἔρωτα, ἐψάλαμεν ὕμνον εἰς τιμὴν τοῦ Ἔρωτος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C. 2) εἰρωνεύομαι, πειράζω, τοὺς ῥήτορας Πλατ. Μενέξ. 235C, πρβλ. Εὐθύδ. 285Α· πρ. τὸν κύνα, πειράζω, βασανίζω, Λουκ. π. Οἴκ. 24, τὴν ἄρκτον, Αἰλ. π. Ζ. 4. 45.

French (Bailly abrégé)

1 jouer ou badiner avec, dat. ou acc.;
2 prendre pour sujet de jeu : τινί, se jouer de qqn, railler qqn.
Étymologie: πρός, παίζω.

Greek Monolingual

Α
1. παίζω, αστειεύομαι ή χαριεντίζομαι με κάποιον
2. περιγελώ, περιπαίζω κάποιον
3. σατιρίζω
4. ειρωνεύομαι, σκώπτω, εμπαίζω κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», Πλάτ.)
5. βασανίζω, τυραννώ («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.)
6. μτφ. (για άψυχα) κινούμαι εδώ και εκεί, ταλαντεύομαι πάνω σε κάτι («προσπαίζουσα τοῑς ὤμοις κόμη», Πολυδ.)
7. φρ. «θεοὺς προσπαίζω» — εξυμνώ τους θεούς με εγκωμιαστικό ύμνο, τραγουδώ προς τιμήν τών θεών.