πρόσοιδα: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἶδα]].
|btext=v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἶδα]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χάριν]] [[προσειδέναι]]» — [[είμαι]] [[ακόμη]] μια [[φορά]] [[ευγνώμων]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἶδα]] «[[γνωρίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσοιδα Medium diacritics: πρόσοιδα Low diacritics: πρόσοιδα Capitals: ΠΡΟΣΟΙΔΑ
Transliteration A: prósoida Transliteration B: prosoida Transliteration C: prosoida Beta Code: pro/soida

English (LSJ)

pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop.

   A know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.

German (Pape)

[Seite 774] s. προσείδω.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.

French (Bailly abrégé)

v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.

Greek Monolingual

Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].