πρότμησις: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(Autenrieth) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[τέμνω]]): parts [[about]] the [[navel]], Il. 11.424†. | |auten=([[τέμνω]]): parts [[about]] the [[navel]], Il. 11.424†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[πάνω]] από τους μηρούς [[περιοχή]] του ανθρώπινου σώματος, η [[μέση]]<br /><b>2.</b> η [[περιοχή]] [[γύρω]] από τον ομφαλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προτέμνω]]. Η [[περιοχή]] αυτή ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι βρίσκεται [[γύρω]] από το [[σημείο]] όπου έχει κοπεί ο [[ομφάλιος]] [[λώρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (προτέμνω)
A waist or loins, where the body is drawn in, Il.11.424, Q.S.6.374; = ὀσφῦς, Poll.2.179, SIG1017.7 (Sinope, iii B.C.); but cf. EM691.18 (πρότμητιν is a variant in Sch.T Il.l.c.,cf.προτμῆτις Hsch., πρότμηστιν Phot.); προτμητόν· τὸν ὀμφαλόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, der Abschnitt oder Einschnitt in der Gestalt des Menschen über den Hüften, die Weichen, die Taille, die Gegend um den Nabel, Il. 11, 424 u. sp. D., wie Qu. Sm. 6, 374, auch in späterer Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πρότμησις: ἡ, (προτέμνω) ἡ ὀσφύς, καθ᾿ ἣν τὸ σῶμα συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότμησις· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν τόπος»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἦτρον, διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
taille, litt. coupe de la partie antérieure ou supérieure du corps.
Étymologie: προτέμνω.
English (Autenrieth)
(τέμνω): parts about the navel, Il. 11.424†.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
1. η πάνω από τους μηρούς περιοχή του ανθρώπινου σώματος, η μέση
2. η περιοχή γύρω από τον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτέμνω. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι βρίσκεται γύρω από το σημείο όπου έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος].