πρώξ: Difference between revisions
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρώξ''': ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται [[ὥσπερ]] ὁ [[τέττιξ]] Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί». | |lstext='''πρώξ''': ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται [[ὥσπερ]] ὁ [[τέττιξ]] Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωκός, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] δροσιάς, [[δροσοσταλίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πρῶκες</i><br />οι σταγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρώξ]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>pr</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πρόξ]]) της ρίζας <i>perk</i>- «[[μελανόστικτος]], [[παρδαλός]]» (για τη σημ. της ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[περκνός]]) με φωνηεντισμό -<i>ō</i>- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>θώψ</i>, [[κλώψ]], <i>ῥώξ</i>, [[τρώξ]]) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «[[στάζω]], [[στίζω]]» (για τη σημ. αυτή <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pŕsan</i>- «[[στικτός]]», <i>prsata</i>- «[[σταγόνα]] νερού»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, gen. πρωκός,
A dewdrop, only pl., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Theoc.4.16, cf. Call.Ap.41, Hsch.
German (Pape)
[Seite 803] ἡ, gen. πρωκός, Tropfen; Csilim. Apoll. 41; πρῶκας σιτίσδεται ὥςπερ ὁ τέττιξ, Theocr. 4, 16. Nach den Alten von πρωΐ, eigtl. Thautropfen.
Greek (Liddell-Scott)
πρώξ: ἡ, γεν. πρωκός, σταγὼν δρόσου· ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πληθ., πρῶκας σιτίσδεται ὥσπερ ὁ τέττιξ Θεόκρ. 4. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πρῶκες, σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί».
Greek Monolingual
-ωκός, ἡ, Α
1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα
2. στον πληθ. αἱ πρῶκες
οι σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα pr- (πρβλ. πρόξ) της ρίζας perk- «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. της ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό -ō- της εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. θώψ, κλώψ, ῥώξ, τρώξ) και αποτελεί πιθ. παρ. ενός αμάρτυρου ρ. με σημ. «στάζω, στίζω» (για τη σημ. αυτή πρβλ. αρχ. ινδ. pŕsan- «στικτός», prsata- «σταγόνα νερού»)].