πτέρωμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lobe de branchies.<br />'''Étymologie:''' [[πτερόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />lobe de branchies.<br />'''Étymologie:''' [[πτερόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φτέρωμα]] Ν<br /><b>1.</b> τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το [[σύνολο]] τών πτερών και τών πτίλων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[δύναμη]] για [[πέταγμα]] ή για [[κίνηση]] (α. «φρενών [[πτέρωμα]]», Κάλβ.<br />β. «τὸ τῆς ψυχῆς... [[πτέρωμα]]», Μεθόδ.<br />γ. «[[πτέρωμα]] τῆς κινήσεως», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φύτρωμα]] τών φτερών, η [[πτεροφυΐα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να έχει φτερά κάποιο ζώο<br /><b>2.</b> το φτερωτό [[άκρο]] του βέλους<br /><b>3.</b> τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών<br /><b>4.</b> το περίστυλο ναού<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] στέγης, [[γείσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>: [[πλευρά]])].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέρωμα Medium diacritics: πτέρωμα Low diacritics: πτέρωμα Capitals: ΠΤΕΡΩΜΑ
Transliteration A: ptérōma Transliteration B: pterōma Transliteration C: pteroma Beta Code: pte/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is feathered, e.g. feathered arrow, A.Fr.139, Lyc.56.    2 π. βραγχίων the fin by the gills of fishes, Ael.NA16.12.    3 colonnade of a temple, Vitr.3.3.9, 4.8.6.    4 πτερώματα πετάσου awnings, Ephes.2.41 (iii A.D.).    II plumage, τὸ τῆς ψυχῆς π. Pl.Phdr.246e; in literal sense, Porph. ap. Eus.PE3.12: pl., Arist.Col.792a24, b28.    2 οἷον . . π. τῆς κινήσεως motive wingpower, Gal.7.586.

German (Pape)

[Seite 809] τό, die Befiederung, das Gefieder; Aesch. frg. 116; Plat. Phaedr. 246 e. – Der befiederte Pfeil, Lycophr. 56; – βραγχίου, Floßfeder an den Kiemen, Ael. H. A. 16, 12. – Auch = πτερόν bei Gebäuden, Vitruv. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πτέρωμα: τό, τὸ ἔχειν πτερά, π.χ. βέλος ἔχον πτερά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, Λυκόφρ. 56· πρβλ. πτερόν ΙΙΙ. 6. 2) πτ. βραχίων, τὸ πτερύγιον τὸ παρὰ τὰ βράγχια τῶν ἰχθύων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 12. 3) τὸ περίστυλον ναοῦ (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Βιτρούβ. 3. § 29, 4. § 61. ΙΙ. πτέρωσις, τὰ πτερά, τὸ τῆς ψυχῆς πτ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246Ε· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4 καὶ 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lobe de branchies.
Étymologie: πτερόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν
1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων
2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ.
β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ.
γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.)
νεοελλ.
το φύτρωμα τών φτερών, η πτεροφυΐα
αρχ.
1. το να έχει φτερά κάποιο ζώο
2. το φτερωτό άκρο του βέλους
3. τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών
4. το περίστυλο ναού
5. προεξοχή στέγης, γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].