Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρωπός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ὤψ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυρωπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, όμοιος με [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρωπό</i><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών γρανατών και του οποίου η [[διαφανής]] [[μορφή]] αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή [[ρουμπίνι]] του Ακρωτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυρωπόν</i><br />[[είδος]] ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) με πυρώδες [[βλέμμα]] («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> «[[φωτιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός</i>, <i>γοργ</i>-<i>ωπός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρωπός Medium diacritics: πυρωπός Low diacritics: πυρωπός Capitals: ΠΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: pyrōpós Transliteration B: pyrōpos Transliteration C: pyropos Beta Code: purwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A fiery-eyed, fiery, κεραυνός A.Pr.667; γλῆνος Id.Fr.300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; τὸ λαμπρὸν καὶ π. ib.404d: neut. as Adv., πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331.    II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.

German (Pape)

[Seite 826] feueräugig, feurig; κεραυνός, Aesch. Prom. 670; ἥλιος, fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρωπός: -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, ὅμοιος πυρί, πυρώδης, κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· ἥλιος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. κέλευθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· ῥόδον τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. αὐτόθι 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, εἶδος ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.
Étymologie: πῦρ, ὤψ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυρωπός, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, όμοιος με φωτιά
2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και του οποίου η διαφανής μορφή αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή ρουμπίνι του Ακρωτηρίου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρωπόν
είδος ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες
2. (το ουδ. ως επίρρ.) με πυρώδες βλέμμα («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + -ωπός (πρβλ. αρρεν-ωπός, γοργ-ωπός)].