ῥίγιστος: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]]. | |btext=η, ον :<br />le plus glacial ; le plus terrible ; <i>Sp. neutre adv.</i> • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.<br />'''Étymologie:''' Sp. dérivé de [[ῥῖγος]] ; cf. [[ῥίγιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, Sup. Adj. formed from ῥιγέω,
A most horrible, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, cf. 292; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.Th.64.
German (Pape)
[Seite 842] superl. zu ῥίγιον, am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίγιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος (ὡς τὸ κύδιστος ἐκ τοῦ κῦδος), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ Ζεὺς ῥίγιστος ἀλιτροῖς «ὅστις φοβερός ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
le plus glacial ; le plus terrible ; Sp. neutre adv. • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.
Étymologie: Sp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιον.
Greek Monolingual
-ίστη, -ον, Α
(υπερθ. του ῥῑγος)
1. ο πιο φρικτός, φρικτότατος, φοβερότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του ῥῖγος (βλ. λ. ῥίγιον)].