ῥιζοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de racines.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίζα]], [[φαγεῖν]].
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de racines.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίζα]], [[φαγεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥιζοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ριζοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων που ζουν [[μέσα]] σε στοές στον φλοιό τών δέντρων
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοφάγος Medium diacritics: ῥιζοφάγος Low diacritics: ριζοφάγος Capitals: ΡΙΖΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: rhizophágos Transliteration B: rhizophagos Transliteration C: rizofagos Beta Code: r(izofa/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A eating roots, Arist.HA595a16, PA662b14; οἱ Ῥ. Root-eaters, name of an Ethiopian tribe in D.S.3.23, Str.16.4.9.

German (Pape)

[Seite 843] Wurzeln essend; Arist. H. A. 8, 6 part. an. 3, 1; D. Sic. 3, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, ὄνομα Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de racines.
Étymologie: ῥίζα, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει ρίζες
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων