ῥοδάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />fil tissé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοδανός]].
|btext=ης (ἡ) :<br />fil tissé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοδανός]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ῥαδάνη]], ἡ, Α [[ῥοδανός]] / [[ῥαδανός]]<br />στριμμένη [[κλωστή]], [[υφάδι]], [[νήμα]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδάνη Medium diacritics: ῥοδάνη Low diacritics: ροδάνη Capitals: ΡΟΔΑΝΗ
Transliteration A: rhodánē Transliteration B: rhodanē Transliteration C: rodani Beta Code: r(oda/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (ῥοδανός)

   A like κρόκη, spun thread, woof or weft, Batr. 183, cf. Eust.1527.60, Sch.Ar.V.1137, etc.; Hsch. gives ῥαδάνη, but (s.v. τολύπη) ῥοδάνη.

German (Pape)

[Seite 846] ἡ, der gedrehte Faden, Einschlag, Batrach. 182; vgl. Schneider Orph. Arg. 509.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδάνη: ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ κρόκη, ὑφάδι, νῆμα, κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ῥαδάνη, ἀλλὰ (ἐν λέξ. τολύπη) ῥοδάνη· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, ῥαδανίζω, Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fil tissé.
Étymologie: ῥοδανός.

Greek Monolingual

και ῥαδάνη, ἡ, Α ῥοδανός / ῥαδανός
στριμμένη κλωστή, υφάδι, νήμα.