ῥόδον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(eksahir)
(36)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[rosa]]
|esgtx=[[rosa]]
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ρόδο]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόδον Medium diacritics: ῥόδον Low diacritics: ρόδον Capitals: ΡΟΔΟΝ
Transliteration A: rhódon Transliteration B: rhodon Transliteration C: rodon Beta Code: r(o/don

English (LSJ)

τό, metaplast. dat. pl. ῥοδέεσσι v.l. in A.R.3.1020:—

   A rose, first in h.Cer.6, cf. Thgn.537, Pi.I.4(3).18(36), Hdt.8.138, IG12.289; Aeol. βρόδον (q.v.); mostly of Rosa gallica, red rose, Thphr.HP6.6.4, etc.; ῥ. ἑκατοντάφυλλον, Rosa centifolia, cabbage rose, ibid.; ῥ. ἄγριον, Rosa dumetorum, wild rose, ib.6.2.1: metaph., ῥόδα μ' εἴρηκας you've spoken roses of me, have said all things sweet and beautiful, Ar.Nu.910; πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις ib.1330: prov., ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china shop', Crates Com.4.    2 = ῥοδωνιά, Coluth.348.    II Ῥόδα, τά,= ῥοδισμός, Rev.Hist.Rel.97.275 (Bulgaria).    III pudenda muliebria, Pherecr.108.29.

German (Pape)

[Seite 846] τό, die Rose; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. ῥοδέα.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόδον: τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ βρόδον, Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις αὐτόθι 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = ῥοδωνιά, Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, κόραι ἀρτίως ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω ῥοδωνιά, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 la rose fleur;
2 pudenda muliebria (Phérécrate).
Étymologie: cf. lat. rosa -- DELG de *Ϝρόδον, Ϝ attesté par le myc.

English (Slater)

ῥόδον
   1 rose χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) ]σι τε ῥοδ[ων (supp. Lobel) Δ. 4. c. 2. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 18.

Spanish

rosa

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ρόδο.