ῥυσιάζω: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> enlever de force, arracher;<br /><b>2</b> prendre et retenir en gage ; <i>Pass.</i> être pris comme gage.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύσιον]]. | |btext=<b>1</b> enlever de force, arracher;<br /><b>2</b> prendre et retenir en gage ; <i>Pass.</i> être pris comme gage.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύσιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥυτιάζω]] Α [[ῥύσιον]] / [[ῥύτιον]]]<br /><b>1.</b> [[σύρω]] [[κάτι]] με τη βία, [[αρπάζω]] [[κάτι]] ως [[λάφυρο]], [[αποσπώ]]<br /><b>2.</b> [[διαρπάζω]] («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥυσιάζομαι</i><br />(στη [[Ρώμη]] σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία<br /><b>4.</b> (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) <i>ῥυσιάζεσθαι</i><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ἐνεχυριάζειν». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. ῥῡτιάζω IG42(1).77.11,al. (Epid., ii B.C.):—
A treat as a ῥύσιον, seize, distrain upon, οὐ ῥυσιάζω, τἀμὰ δ' εὑρίσκω φίλα E.Ion 523, cf. SIG629.20 (Delph., ii B.C.), al., Ph.1.638; of plundering a city as reprisal for stolen property, τὴν πόλιν D.S.8.7:—Pass., to be so treated, A.Supp.424 (lyr.), E.Ion1406, IGl.c.; τί ῥυσιασθείς; robbed of what? cj. in E.Heracl.163; of debtors at Rome, Plu.Cor.5: metaph., ψευδόδειπνα . . μαργώσης γνάθου ἐρρυσιάσθη cj. in A.Fr. 258.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσῐάζω: μέλλ. -άσω, (ῥύσιον) ἁρπάζω ὡς λάφυρον, μετὰ βίας σύρω, ψευδόδειπνα... μαργώσης γνάθου ἐρρυσίαζον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251, Εὐρ. Ἴων 523, Φίλων 1. 638. - Παθητ., βιαίως σύρομαι, ἁρπάζομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 424, Εὐρ. Ἴων 1406· ἀγομένους... καὶ ῥυσιαζομένους Πλουτ. Κοριολ. 5. 2) διαρπάζω, τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 548. 59. 3) ῥυσιάζεσθαι = ἐνεχυριάζειν Φώτ. ἐν λ. ῥύσια.
French (Bailly abrégé)
1 enlever de force, arracher;
2 prendre et retenir en gage ; Pass. être pris comme gage.
Étymologie: ῥύσιον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥυτιάζω Α ῥύσιον / ῥύτιον]
1. σύρω κάτι με τη βία, αρπάζω κάτι ως λάφυρο, αποσπώ
2. διαρπάζω («ῥυσιάζειν τὴν πόλιν», Διόδ. Σικ.)
3. παθ. ῥυσιάζομαι
(στη Ρώμη σχετικά με τους οφειλέτες) σύρομαι με τη βία
4. (το απαρμφ. μέσ. ενεστ.) ῥυσιάζεσθαι
(κατά τον Φώτ.) «ἐνεχυριάζειν».