σιαγόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_23) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιᾱγόνιον''': Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ [[σιαγών]], Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3). | |lstext='''σιᾱγόνιον''': Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ [[σιαγών]], Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[σιηγόνιον]], τὸ, Α [[σιαγών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[σιαγών]]<br /><b>2.</b> το πλάγιο [[τμήμα]] στρατιωτικής μηχανής<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σιαγόνια</i><br />τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] ή [[κοντά]] σ' αυτό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. σῐηγ-, τό, in pl.,
A the parts under or near-the jaw, Hp.Morb.2.26, LXXDe.18.3. II cheek-piece, side-piece, in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.Poliorc.183.3, 188.4.
German (Pape)
[Seite 877] τό, dim. von σιαγών, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾱγόνιον: Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ σιαγών, Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3).
Greek Monolingual
και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α σιαγών, -όνος]
1. υποκορ. του σιαγών
2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια
τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.