σκαρίζω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_1) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰρίζω''': ([[σκαίρω]]) πηδῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, πάλλομαι, Γεωπ., Ἐκκλ.· πρβλ. [[ἀσκαρίζω]], [[σκαρίζω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαρίζεται· ταράττεται, βράζει». | |lstext='''σκᾰρίζω''': ([[σκαίρω]]) πηδῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, πάλλομαι, Γεωπ., Ἐκκλ.· πρβλ. [[ἀσκαρίζω]], [[σκαρίζω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαρίζεται· ταράττεται, βράζει». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για βοσκήματα) [[βγαίνω]] σε [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> [[βγάζω]] [[κοπάδι]] σε [[βοσκή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διασκορπίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]] («[[ὥσπερ]] τι [[μέρος]] ἑρπετοῡ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκαρίζεται<br />ταράσσεται<br />βράζει».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαρ</i>- του ρ. [[σκαίρω]] «[[χοροπηδώ]], [[χορεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
(σκαίρω)
A jump, throb, palpitate, Gp.20.7.4: cf. ἀσκαρίζω, σπαρίζω.
German (Pape)
[Seite 889] springen, zappeln, zucken, wie ἀσκαρίζω, D. Sic. 1, 10 als v. l., Hesych. erkl. σκαρίζεται, ταράττεται.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰρίζω: (σκαίρω) πηδῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, πάλλομαι, Γεωπ., Ἐκκλ.· πρβλ. ἀσκαρίζω, σκαρίζω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαρίζεται· ταράττεται, βράζει».
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για βοσκήματα) βγαίνω σε βοσκή
2. βγάζω κοπάδι σε βοσκή
3. μτφ. διασκορπίζομαι
μσν.-αρχ.
αναπηδώ, σκιρτώ («ὥσπερ τι μέρος ἑρπετοῡ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σκαρίζεται
ταράσσεται
βράζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- του ρ. σκαίρω «χοροπηδώ, χορεύω» + κατάλ. -ίζω].