σκίμπους: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=σκίμποδος (ὁ) :<br />lit de repos.<br />'''Étymologie:''' [[σκίμπτομαι]], [[πούς]]. | |btext=σκίμποδος (ὁ) :<br />lit de repos.<br />'''Étymologie:''' [[σκίμπτομαι]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οδος, ο, ΝΑ<br />[[σκαμνί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] κλίνης, [[φορείο]] για τη [[μεταφορά]] τών ασθενών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>σκιμπέ</i>-[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[σκίμπτομαι]] «[[πέφτω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) με σημ. «[[πόδι]] στο οποίο μπορεί να στηριχθεί [[κανείς]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. [[σκιμβός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A small couch, pallet, Ar.Nu.254,709, Pl.Prt.310c, X.An.6.1.4. II a kind of hammock used by invalids travelling, Gal.6.150.
German (Pape)
[Seite 899] ποδος, ὁ, ein Klappstuhl, Feldstuhl, den man zusammenlegen kann; – ein Ruhebett, grabbatus, für Reisende, die sich darauf liegend wie in einer Sänfte tragen ließen, für Kranke u. für Studirende; Ar. Nubb. 255. 699; Plat. Prot. 310 c; Libanios hielt, auf einem solchen ruhend, Vorlesungen. – Die Atticisten ziehen es dem Worte κράββατον vor, s. Lob. Phryn. 62.
Greek (Liddell-Scott)
σκίμπους: -οδος, ὁ, = ὀκλαδίας, «σκαμνὶ» διπλωτόν, ὡς τὸ ἀσκάντης ἢ κράββατος, Ἀριστοφ. Νεφ. 254, 709, Πλάτ. Πρωτ. 310C, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 4. ΙΙ. εἶδος κλινιδίου ἢ φορείου πρὸς μεταφορὰν ἀσθενῶν, Γαλην. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σ. 396, Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμμ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ζ΄, σ. 359.
French (Bailly abrégé)
σκίμποδος (ὁ) :
lit de repos.
Étymologie: σκίμπτομαι, πούς.
Greek Monolingual
-οδος, ο, ΝΑ
σκαμνί
αρχ.
είδος κλίνης, φορείο για τη μεταφορά τών ασθενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. σκιμπέ-πους (< σκίμπτομαι «πέφτω πάνω σε κάτι» + πούς) με σημ. «πόδι στο οποίο μπορεί να στηριχθεί κανείς». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σκιμβός].