σκοτισμός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_15) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοτισμός''': ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = [[σκοτοδινία]], Ἡσύχ. | |lstext='''σκοτισμός''': ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = [[σκοτοδινία]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σκοτίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκοτίζω]], η [[μεταβολή]] σε [[σκοτάδι]], [[επισκότιση]] («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.)<br /><b>2.</b> [[σκοτοδίνη]] («που τον έπιασε [[καταχνιά]] και [[σκοτισμός]] και [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διανοητική [[σύγχυση]], [[θόλωση]] του μυαλού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A darkening, σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7, cf. Eust.849.23; = σκοτοδινία, Ptol.Tetr. 116, Vett.Val.193.9, Hsch. s.v. ἴλιγγος.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsterniß; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτισμός: ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = σκοτοδινία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σκοτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.)
2. σκοτοδίνη («που τον έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωση του μυαλού.