στάλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ἡ) :<br />pieu qui retient les filets des chasseurs.<br />'''Étymologie:''' DELG plutôt [[ἵστημι]] que [[στέλλω]].
|btext=ικος (ἡ) :<br />pieu qui retient les filets des chasseurs.<br />'''Étymologie:''' DELG plutôt [[ἵστημι]] que [[στέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]], [[κυρίως]] αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στήλη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί [[είτε]] από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σταλ</i>- του [[στέλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[στήλη]]) [[είτε]], πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]], με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- και [[παρέκταση]] -<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλᾴξ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλ</i><i>ā</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i><br /><b>βλ.</b> και λ. [[κλείδα]])].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλιξ Medium diacritics: στάλιξ Low diacritics: στάλιξ Capitals: ΣΤΑΛΙΞ
Transliteration A: stálix Transliteration B: stalix Transliteration C: staliks Beta Code: sta/lic

English (LSJ)

[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω)

   A stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distd. from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.

German (Pape)

[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια
2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- του στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < κλāF-ι-κ-ς
βλ. και λ. κλείδα)].