στερρότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(Bailly1_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />solidité, fermeté.<br />'''Étymologie:''' [[στερρός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />solidité, fermeté.<br />'''Étymologie:''' [[στερρός]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ητος, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[στερεότητα]].———————— <b>(II)</b><br />-ητος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στειρότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρότης Medium diacritics: στερρότης Low diacritics: στερρότης Capitals: ΣΤΕΡΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sterrótēs Transliteration B: sterrotēs Transliteration C: sterrotis Beta Code: sterro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (στερρός (A))

   A hardness, firmness, τοῦ πάγου, of ice that will bear, Plu.2.969a; [τῶν ἀτόμων] Epicur.Fr.282: metaph., firmness, Ph.1.276.    II (στερρός (B)) barrenness, Arist.GA773b27.

Greek (Liddell-Scott)

στερρότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, σταθερότης, ἡ στ. τοῦ πάγου, τὸ δύσκαμπτον αὐτοῦ ὅτε δύναται νὰ βαστάσῃ βάρος, Πλούτ. 2. 969Α, κτλ. ΙΙ. τὸ στερεόν, ἡ στερεότης, ἀντίθετον τῷ ὑγρότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 6. ΙΙΙ. ἡ σὴ στ., ὡς προσωνυμία τιμητική, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
solidité, fermeté.
Étymologie: στερρός.

Greek Monolingual

(I)
-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. στερεότητα.———————— (II)
-ητος, ἡ, Α
βλ. στειρότητα.