στεροπή: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(Autenrieth)
(38)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀστεροπή]], [[ἀστράπτω]]): [[lightning]]; [[then]] the [[gleam]], [[sheen]] of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.
|auten=([[ἀστεροπή]], [[ἀστράπτω]]): [[lightning]]; [[then]] the [[gleam]], [[sheen]] of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ἀστεροπή]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεροπή Medium diacritics: στεροπή Low diacritics: στεροπή Capitals: ΣΤΕΡΟΠΗ
Transliteration A: steropḗ Transliteration B: steropē Transliteration C: steropi Beta Code: steroph/

English (LSJ)

ἡ, poet. word,

   A like ἀστεροπή, ἀστραπή, flash of lightning, σ. πατρὸς Διός Il.11.66, cf. Hes.Th.845; ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.P.4.198; στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, i.e. Zeus, ib.6.24; ἕλικες . . στεροπῆς ζάπυροι A.Pr.1084 (anap.); βροντῇ στεροπῇ τε Id.Supp.34 (anap.), etc.    2 generally of dazzling light, gieam, χαλκοῦ στεροπή Il.11.83, Od.4.72; of the sun, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 938] ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῦ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

στεροπή: ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ ἀστεροπή, ἀστραπή, λάμψις ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, δηλ. ὁ Ζεύς, αὐτόθι Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - καθόλου, ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, λάμψις, ἀκτινοβολία, χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 éclair;
2 lueur éclatante, éclat.
Étymologie: cf. ἀστεροπή, ἀστραπή.

English (Autenrieth)

(ἀστεροπή, ἀστράπτω): lightning; then the gleam, sheen of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ἀστεροπή.