στηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> en forme de colonne, de stèle;<br /><b>2</b> inscrit sur une colonne, une stèle en signe d’infamie, déshonoré.<br />'''Étymologie:''' [[στήλη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> en forme de colonne, de stèle;<br /><b>2</b> inscrit sur une colonne, une stèle en signe d’infamie, déshonoré.<br />'''Étymologie:''' [[στήλη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, -ίτιδος Α<br />([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[άτομο]] του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο [[πάνω]] σε [[στήλη]] για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]] που ασκητεύει [[πάνω]] σε [[στήλη]], αλλ. [[στυλίτης]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στηλίτες</i><br />δυσφημιστικός [[χαρακτηρισμός]] τών βουλευτών του [[κόμματος]] του Δημ. Βούλγαρη [[επειδή]] ψήφιζαν νομοσχέδια [[χωρίς]] το [[σώμα]] να έχει [[απαρτία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στήλη]] ή αυτός που [[είναι]] όμοιος με [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>οπλ</i>-[[ίτης]], <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλίτης Medium diacritics: στηλίτης Low diacritics: στηλίτης Capitals: ΣΤΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stēlítēs Transliteration B: stēlitēs Transliteration C: stilitis Beta Code: sthli/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. στηλιτ-ῖτις, ιδος,

   A of or like a στήλη, λίθος Luc. Philops.11; ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Dor.) AP7.424 (Antip.Sid.).    II inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, -ίτας ποιεῖν, Isoc.16.9, D.9.45; σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει Thrasyb. ap. Arist.Rh.1400a32; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 941] ὁ, fem. στηλῖτις, zur Säule gebörig; λίθος, Luc. philops. 11; auf eine Säule geschrieben; bes. der, dessen Namen an die öffentliche Schandsäule geschrieben, gebrandmarkt ist, ὥςτε καὶ στηλίτας ποιεῖν, Dem. 9, 45; Plut. u. a. Sp. – Auf einer Säule wohnend, wie einige ägyptische Einsiedler zur Selbstpeinigung thaten, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ ἀνήκων εἰς στήλην ἢ ὅμοιος στήλῃ, λίθος Λουκ. Φιλοψ. 11· ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Δωρ.) Ἀνθ. Π. 7. 424. ΙΙ. ἐπιγεγραμμένος ἐπὶ στήλης, δημοσίᾳ ἀναγεγραμμένος ὡς ἄτιμος, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, ποιεῖν Ἰσοκρ. 348D, Δημ. 122. 24· στ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 25· πρβλ. στήλη ΙΙ. 2, στηλιτεύω.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 en forme de colonne, de stèle;
2 inscrit sur une colonne, une stèle en signe d’infamie, déshonoré.
Étymologie: στήλη.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. στηλίτις και στηλῑτις και σταλῑτις, -ίτιδος Α
(κατά την αρχαιότητα) άτομο του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω σε στήλη για διασυρμό και στιγματισμό τών πράξεών του
νεοελλ.
1. μοναχός που ασκητεύει πάνω σε στήλη, αλλ. στυλίτης
2. στον πληθ. οι στηλίτες
δυσφημιστικός χαρακτηρισμός τών βουλευτών του κόμματος του Δημ. Βούλγαρη επειδή ψήφιζαν νομοσχέδια χωρίς το σώμα να έχει απαρτία
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στήλη ή αυτός που είναι όμοιος με στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης, πολ-ίτης)].