στιχογράφος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui écrit des vers, poète.<br />'''Étymologie:''' [[στίχος]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui écrit des vers, poète.<br />'''Étymologie:''' [[στίχος]], [[γράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που γράφει στίχους, [[στιχουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) [[ασήμαντος]] [[ποιητής]], [[στιχοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχογράφος Medium diacritics: στιχογράφος Low diacritics: στιχογράφος Capitals: ΣΤΙΧΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: stichográphos Transliteration B: stichographos Transliteration C: stichografos Beta Code: stixogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A verse-writer, App.Anth.5.12.

German (Pape)

[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).

Greek (Liddell-Scott)

στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].