στιχοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_14)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῐχοπλόκος''': ὁ, ([[πλέκω]]) ὁ πλέκων στίχους, [[στιχογράφος]] [[στιχουργός]]· [[λέξις]] [[κακόζηλος]] κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων [[ἐργάτης]]· - στιχοπλοκέω, [[συντίθημι]] στίχους, Βυζ.
|lstext='''στῐχοπλόκος''': ὁ, ([[πλέκω]]) ὁ πλέκων στίχους, [[στιχογράφος]] [[στιχουργός]]· [[λέξις]] [[κακόζηλος]] κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων [[ἐργάτης]]· - στιχοπλοκέω, [[συντίθημι]] στίχους, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική σημ.) [[ποιητής]] που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, [[ασήμαντος]] [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που πλέκει στίχους, [[στιχουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-[[πλόκος]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχοπλόκος Medium diacritics: στιχοπλόκος Low diacritics: στιχοπλόκος Capitals: ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: stichoplókos Transliteration B: stichoplokos Transliteration C: stichoplokos Beta Code: stixoplo/kos

English (LSJ)

ὁ, (πλέκω)

   A versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής
μσν.
αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος.