συμπλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(6_22)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπλήρωμα''': τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.
|lstext='''συμπλήρωμα''': τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συμπληρώνω]]<br />αυτό που με την [[προσθήκη]] του συμπληρώνει, ολοκληρώνει [[κάτι]] («[[συμπλήρωμα]] τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο [[σώμα]] ή προσθήκες<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> σύμπλοκη [[ουσία]] του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια [[ιδιότητα]] της οποίας [[είναι]] να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη [[λύση]] ορισμένων αντιγόνων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπλήρωμα]] γωνίας»<br /><b>μαθημ.</b> η συμπληρωματική [[γωνία]]<br />β) «[[συμπλήρωμα]] ρήματος»<br /><b>γραμμ.</b> το [[αντικείμενο]] του ρήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («[[τέλος]] νόμου [[Χριστός]], τοὐτέστι, τὸ [[συμπλήρωμα]]», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλήρωμα Medium diacritics: συμπλήρωμα Low diacritics: συμπλήρωμα Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: symplḗrōma Transliteration B: symplērōma Transliteration C: sympliroma Beta Code: sumplh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A blocking or filling up of a body, Arist.Pr. 901a4, Epicur.Ep.1p.11U.

German (Pape)

[Seite 988] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλήρωμα: τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτισυμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωσητέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).