συναπογράφομαι: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(μσν. μόνον το ενεργ<br /><i>συναπογράφω</i>) [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]] ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», <b>Ευστ.</b><br />β. «συναπογραφομένη [[πάντα]]», Πτολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με άλλους ως [[υποψήφιος]]<br /><b>2.</b> [[καταγράφω]] [[επίσης]] σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῑκά μου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με το όνομα ενός άλλου ως [[υποστηρικτής]] του, [[είμαι]] [[οπαδός]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[απογράφω]] ή [[αντιγράφω]] [[μαζί]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπογράφομαι Medium diacritics: συναπογράφομαι Low diacritics: συναπογράφομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΓΡΑΦΟΜΑΙ
Transliteration A: synapográphomai Transliteration B: synapographomai Transliteration C: synapografomai Beta Code: sunapogra/fomai

English (LSJ)

[γρᾰ], Med.,

   A enter one's name together with others, as a candidate, Plu.Aem.3.    b register at the same time, τὴν γυναῖκα PGrenf. 2.49.9 (ii A.D.), etc.:—Pass., Sammelb.7440.35 (ii A.D.).    2 σ. τινί enter one's name with his, as a supporter, support him, be his follower, Posidon.36 J., cf. S.E.M.10.45, Ath.9.385c.    II receive the impression of, τῶν οὐκ ἀστείων τὰ πταίσματα Porph.Chr.27; copy, represent exactly, πάντα Ptol.Geog.1.1.1:—later in Act., Eust.ad D.P. p.78.30 B.

German (Pape)

[Seite 1002] med., sich mit unterschreiben; Plut. Aem. Paull. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 45; auch = sich Etwas mit abschreiben.

Greek (Liddell-Scott)

συναπογράφομαι: μέσ., ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς ὑποψήφιος καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, ὑποστηρίζω τινά, εἶμαι ὀπαδός τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. ἀπογράφωἀντιγράφω ὁμοῦ, παριστάνω ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.

French (Bailly abrégé)

se faire inscrire avec, càd se mettre sur les rangs pour une candidature.
Étymologie: σύν, ἀπογράφω.

Greek Monolingual

ΜΑ
(μσν. μόνον το ενεργ
συναπογράφω) αντιγράφω, παριστάνω ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», Ευστ.
β. «συναπογραφομένη πάντα», Πτολ.)
αρχ.
1. εγγράφω το όνομά μου μαζί με άλλους ως υποψήφιος
2. καταγράφω επίσης σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῑκά μου», πάπ.)
3. εγγράφω το όνομά μου μαζί με το όνομα ενός άλλου ως υποστηρικτής του, είμαι οπαδός κάποιου
4. απογράφω ή αντιγράφω μαζί.