συνεκλείπω: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire défaut en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκλείπω]]. | |btext=faire défaut en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκλείπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A vanish with or also, Str.10.2.12, Plu.2.415f,777a, al., Gal.12.412; Νομᾷ . . ἐν εἰρήνῃ τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε ended with his life, Plu.Comp.Lyc.Num.4.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich ausbleiben; Strab. 10, 2, 12; Plut. de defect. orac. 11 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4.
French (Bailly abrégé)
faire défaut en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκλείπω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐκλείπω
αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).