συνέλκω: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tirer ensemble :<br /><b>1</b> tirer dans un même endroit;<br /><b>2</b> contracter, resserrer;<br /><b>3</b> rassembler, réunir, joindre;<br /><b>4</b> aider à tirer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕλκω]]. | |btext=tirer ensemble :<br /><b>1</b> tirer dans un même endroit;<br /><b>2</b> contracter, resserrer;<br /><b>3</b> rassembler, réunir, joindre;<br /><b>4</b> aider à tirer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἕλκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[έλκω]] [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] [[πολλά]] πράγματα συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ [[μήτρα]] συνέλκεται», Σωρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[παρασύρω]]<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] στο να οδηγηθεί [[κάποιος]] [[κάπου]] («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς [[εἴσω]] [[φάλαγγος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[συνέλκω]] τὰς ὀφρῡς» — [[συνοφρυώνομαι]] <b>(Αντιφαν.)</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. -είλκῠσα,
A draw together, σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp.190e; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.Nu.585 (troch.); τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b. b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ . . αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.). II pull along with, help to pull, Ar.Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht.181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich, zusammen ziehen; πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε ἕλκω). Ἕλκω ὁμοῦ, σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ διελκυστίνδα), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Στράβ. 173. 2) συστέλλω, θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. σύρω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς εἴσω τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
tirer ensemble :
1 tirer dans un même endroit;
2 contracter, resserrer;
3 rassembler, réunir, joindre;
4 aider à tirer.
Étymologie: σύν, ἕλκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).