συνεπιρρώννυμι: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=contribuer à fortifier, à affermir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιρρώννυμι]]. | |btext=contribuer à fortifier, à affermir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιρρώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεπιρρώνυμαι</i><br />(για [[γλώσσα]]) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιρρώννυμι]] «[[ενθαρρύνω]], [[ενδυναμώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A help to strengthen or support, τοὺς Ἕλληνας Plu.Alex.33, cf. Brut.49:—Pass., of language, to be based firmly at the same time on, τοῖς ὕψεσι Longin.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιρρώννῡμι: συμβοηθῶ ἐνισχύων, ὑποστηρίζων, παρεκάλει τοὺς θεούς... ἀμῦναι καὶ συνεπιρρῶσαι τοὺς Ἕλληνας Πλουτ. Ἀλέξ. 33, κτλ. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, ὡσαύτως ἐνισχύομαι, Λογγῖν. 11. 2.
French (Bailly abrégé)
contribuer à fortifier, à affermir, acc..
Étymologie: σύν, ἐπιρρώννυμι.
Greek Monolingual
Α
1. βοηθώ, υποστηρίζω
2. παθ. συνεπιρρώνυμαι
(για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»].