συλητής: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡλητής''': -οῦ, ὁ, [[κλέπτης]], ληστής, Ἐπιφάν. 336Β.
|lstext='''σῡλητής''': -οῦ, ὁ, [[κλέπτης]], ληστής, Ἐπιφάν. 336Β.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[συλήτρια]] Α [[συλῶ]]<br />[[άρπαγας]], [[κλέφτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλέφτης]] ιερών αντικειμένων.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[συλήτρια]] Α [[συλῶ]]<br />[[άρπαγας]], [[κλέφτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλέφτης]] ιερών αντικειμένων.
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[συλήτρια]] Α [[συλῶ]]<br />[[άρπαγας]], [[κλέφτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλέφτης]] ιερών αντικειμένων.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλητής Medium diacritics: συλητής Low diacritics: συλητής Capitals: ΣΥΛΗΤΗΣ
Transliteration A: sylētḗs Transliteration B: sylētēs Transliteration C: sylitis Beta Code: sulhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= sq., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλητής: -οῦ, ὁ, κλέπτης, ληστής, Ἐπιφάν. 336Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α συλῶ
άρπαγας, κλέφτης
νεοελλ.
κλέφτης ιερών αντικειμένων.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α συλῶ
άρπαγας, κλέφτης
νεοελλ.
κλέφτης ιερών αντικειμένων.