συναναστροφή: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναναστροφή''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, [[συνδιατριβή]], [[ἐπιμιξία]], Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ. | |lstext='''συναναστροφή''': ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, [[συνδιατριβή]], [[ἐπιμιξία]], Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] [[μετὰ]] ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] [[μετὰ]] ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.). | |mltxt=η, ΝΜΑ [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>1.</b> το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί [[κανείς]] φιλικά με άλλους, [[επικοινωνία]], [[συγχρωτισμός]], [[συντροφιά]] (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ [[συμβίωσις]] αὐτῆς», ΠΔ<br />γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», <b>Άνν. Κομν.</b>)<br /><b>2.</b> φιλική [[συγκέντρωση]], οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα [[φόρεμα]] κατάλληλο για το [[θέατρο]], για μια [[συναναστροφή]]» β. «κατὰ δὲ τὰς [[φίλων]] συναναστροφάς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />η [[παρουσία]] του Χριστού στον κόσμο, η [[ενσάρκωση]] («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρόπος]] ζωής, [[διαγωγή]] («[[χηροσύνη]] [[μετὰ]] ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A living with, intercourse, Epicur.Sent.Vat.18, LXX Wi.8.16, Phld.D.3 Fr.87, J.AJ18.6.9; πρός τινας Supp.Epigr. 7.825.7 (Jerash, ii A.D.): pl., D.S.4.4, Arr.Epict.1.9.5, Hierocl.p.58 A.
German (Pape)
[Seite 1000] ἡ, das Mitzurückkehren, Sp. – Bes. im, plur. Umgang, geselliges Vergnügen, D. Sic. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
συναναστροφή: ἡ, ἐν τῷ πληθ., τὸ συναναστρέφεσθαι, συνδιατριβή, ἐπιμιξία, Διόδ. 4. 4, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 9, 5, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συναναστρέφομαι
1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς», ΠΔ
γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», Άνν. Κομν.)
2. φιλική συγκέντρωση, οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα φόρεμα κατάλληλο για το θέατρο, για μια συναναστροφή» β. «κατὰ δὲ τὰς φίλων συναναστροφάς», Διόδ.)
μσν.
η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, η ενσάρκωση («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)
μσν.-αρχ.
τρόπος ζωής, διαγωγή («χηροσύνη μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συναναστρέφομαι
1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς», ΠΔ
γ. «διὰ τὴν τῶν ἀπίστων συναναστροφήν», Άνν. Κομν.)
2. φιλική συγκέντρωση, οικογενειακή δεξίωξη (α. «ένα φόρεμα κατάλληλο για το θέατρο, για μια συναναστροφή» β. «κατὰ δὲ τὰς φίλων συναναστροφάς», Διόδ.)
μσν.
η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, η ενσάρκωση («τῆς καθ' ἡμᾱς αὐτοῡ συναναστροφῆς», Δαμασκ. Ι.)
μσν.-αρχ.
τρόπος ζωής, διαγωγή («χηροσύνη μετὰ ἀχράντου συναναστροφῆς», Επιφάν.).