συναναλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=prendre <i>ou</i> reprendre ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλαμβάνω]].
|btext=prendre <i>ou</i> reprendre ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ενσωματώνω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συναναλαμβάνομαι</i><br />(για άρτο) ζυμώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ὥσπερ]]... ἀνείληφε [[σῶμα]] [[οὕτως]] συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (για φαρμ. ουσίες) [[αναμιγνύω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]], [[δέχομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ενσωματώνω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συναναλαμβάνομαι</i><br />(για άρτο) ζυμώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ὥσπερ]]... ἀνείληφε [[σῶμα]] [[οὕτως]] συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (για φαρμ. ουσίες) [[αναμιγνύω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]], [[δέχομαι]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ενσωματώνω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συναναλαμβάνομαι</i><br />(για άρτο) ζυμώνομαι με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ὥσπερ]]... ἀνείληφε [[σῶμα]] [[οὕτως]] συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (για φαρμ. ουσίες) [[αναμιγνύω]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]], [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναλαμβάνω Medium diacritics: συναναλαμβάνω Low diacritics: συναναλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synanalambánō Transliteration B: synanalambanō Transliteration C: synanalamvano Beta Code: sunanalamba/nw

English (LSJ)

   A take up along with, τινι Plu.2.214f, Aq.Ex.9.24, Ath.3.113d; incorporate a drug in an ointment, Dsc.Eup.1.161, Antyll. ap. Orib.9.24.15:—Pass., to be included, CPR19a5 (iv A.D.).    2 receive, BGU918.9 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 999] (s. λαμβάνω), mit, zugleich auf. oder annehmen, Plut. Lac. apophth. p. 191.

Greek (Liddell-Scott)

συναναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλούτ. 2. 214Ε, Ἀθήν. 113D.

French (Bailly abrégé)

prendre ou reprendre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀναλαμβάνω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλοὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ενσωματώνω
2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι
(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο
αρχ.
1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλοὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)
2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω
3. παίρνω, δέχομαι.