συναποδείκνυμι: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναποδείκνῡμι''': ἀποδεικνύω [[ὁμοῦ]], Πτολ. Μαθημ. τ. 1, σελ. 60Α, κλπ. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 216. | |lstext='''συναποδείκνῡμι''': ἀποδεικνύω [[ὁμοῦ]], Πτολ. Μαθημ. τ. 1, σελ. 60Α, κλπ. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 216. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναποδείκνυμαι</i><br />προσδιορίζομαι συγχρόνως. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναποδείκνυμαι</i><br />προσδιορίζομαι συγχρόνως. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συναποδείκνυμαι</i><br />προσδιορίζομαι συγχρόνως. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A demonstrate together, Euc.Phaen.p.98 M., Ptol.Alm.1.16, al., Alex.Aphr.in Sens.149.1:—Pass., S.E.M.11.216, Gal.15.619. II appoint at the same time, in Pass., Inscr.Prien. 82.18, al. (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1002] (s. δείκνυμι), mit od. zugleich fertig machen und aufzeigen, beweisen, Euclid. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναποδείκνῡμι: ἀποδεικνύω ὁμοῦ, Πτολ. Μαθημ. τ. 1, σελ. 60Α, κλπ. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 216.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αποδεικνύω κάτι από κοινού με άλλον ή μαζί με κάτι άλλο («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. παθ. συναποδείκνυμαι
προσδιορίζομαι συγχρόνως.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αποδεικνύω κάτι από κοινού με άλλον ή μαζί με κάτι άλλο («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. παθ. συναποδείκνυμαι
προσδιορίζομαι συγχρόνως.