συναπολαύω: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=participer à la jouissance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαύω]]. | |btext=participer à la jouissance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολαύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' [[ἄρρην]] συναπολαύει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[κάτι]] καλό ή [[κακό]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> ([[απλώς]]) [[μετέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' [[ἄρρην]] συναπολαύει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[κάτι]] καλό ή [[κακό]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> ([[απλώς]]) [[μετέχω]]. | |mltxt=Α [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' [[ἄρρην]] συναπολαύει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[κάτι]] καλό ή [[κακό]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> ([[απλώς]]) [[μετέχω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A share in the enjoyment, Arist.HA623a24, EE1244b18; τινος of a thing, D.S. 9.20, Luc.Musc.Enc.8, Diog.Oen.1, Supp.Epigr.4.259 (Panamara); τινι with a person, Them.Or.4.57d, etc. 2 share in the good or evil of... τὸ ἀσύμμετρον . . οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.Pr.883a15; in bad sense, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν make it suffer with them, Id.Pol.1303b32; σ. νόσου, τοῦ κακοῦ, Them.Or.1.7b, Max. Tyr.18.9; τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74; cf. ἀπολαύω 11.1. 3 simply, share in, have somewhat of, τινος Thphr.CP6.8.3.
German (Pape)
[Seite 1002] mit davon genießen, Nutzen oder Schaden haben; Arist. eth. eud. 7, 12 probl. 5, 22; Luc. musc. enc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολαύω: μέλλ. -σομαι, μετέχω τῆς ἀπολαύσεώς τινος, ἀπολαύω ὁμοῦ μετά τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5, Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 4· τινὸς Διοδ. Ἐκλογ. σ. 22 Mai, Λουκ., κλπ.· τινί, μετά τινος (ἐπὶ προσώπου), Θεμίστ. 57D, κτλ. 2) μετέχω τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ κακοῦ πράγματός τινος, τὸ ἀσύμμετρον... οὐ σ. τῶν μερῶν Ἀριστ. Προβλ. 5. 22, 1· ὅλως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν, κάμνουσι τὴν πόλιν νὰ πάσχῃ μετ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 4, 4· σ. νόσου, κακοῦ Θεμίστ., κλπ.· πρβλ. ἀπολαύω Ι. 3. 3) ἁπλῶς μετέχω, τινὸς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
participer à la jouissance de, gén..
Étymologie: σύν, ἀπολαύω.
Greek Monolingual
Α ἀπολαύω
1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.)
2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον
3. (απλώς) μετέχω.
Greek Monolingual
Α ἀπολαύω
1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ' ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.)
2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον
3. (απλώς) μετέχω.