φιλόγελως: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ, τό)<br />qui aime à rire, rieur ; τὸ [[φιλόγελως]] l’amour du rire, la gaieté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[γέλως]].
|btext=ωτος (ὁ, ἡ, τό)<br />qui aime à rire, rieur ; τὸ [[φιλόγελως]] l’amour du rire, la gaieté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[γέλως]].
}}
{{grml
|mltxt=-γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. [[φιλόγελως]], -ων, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που γελά εύκολα, ο [[επιρρεπής]] στο [[γέλιο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φιλόγελως</i><br />[[τίτλος]] συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ. [[Σούδα]], ήταν [[έργο]] του μιμολόγου Φιλιστίωνος ή, κατ' άλλους, τών γραμματικών του 5ου μ.Χ. αιώνα Ιεροκλέους και Φιλαγρίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόγελων</i><br />[[τάση]], [[διάθεση]] για [[γέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γελως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γέλως]], -<i>ωτος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>γελως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1278] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz ὀδυρτικός, Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; φιλόγελως ὄντας Ath. VI, 261 c.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγελως: ὁ, ἡ ὁ φιλῶν τὸν γέλωτα, ὁ φιλῶν νὰ γελᾷ φιλογέλωτας Πλάτ. Πολ. 388Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 16· ἐναντίον τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι αὐτόθι 2. 13, 15· ― ὡσαύτως κλίνεται καὶ κατὰ τὴν Ἀττικ. κλίσιν, οὐδ. φιλόγελω Φιλόστρ. 518· αἰτ. πληθ. φιλόγελως Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 261D, ἴδε Μοῖριν 385, Θωμ. Μάγιστρ. 897.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ, τό)
qui aime à rire, rieur ; τὸ φιλόγελως l’amour du rire, la gaieté.
Étymologie: φίλος, γέλως.

Greek Monolingual

-γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. φιλόγελως, -ων, ΜΑ
1. αυτός που γελά εύκολα, ο επιρρεπής στο γέλιο
2. ως κύριο όν. Φιλόγελως
τίτλος συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ. Σούδα, ήταν έργο του μιμολόγου Φιλιστίωνος ή, κατ' άλλους, τών γραμματικών του 5ου μ.Χ. αιώνα Ιεροκλέους και Φιλαγρίου
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόγελων
τάση, διάθεση για γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γελως (< γέλως, -ωτος), πρβλ. μισό-γελως].