συντονία: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> forte tension (du corps, des organes, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> tension de l’esprit, application intense.<br />'''Étymologie:''' [[σύντονος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> forte tension (du corps, des organes, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> tension de l’esprit, application intense.<br />'''Étymologie:''' [[σύντονος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α [[σύντονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντονισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[συμφωνία]] τόνου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επίταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύντονη [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> [[ένταση]], [[τέντωμα]]<br /><b>3.</b> [[συμφωνία]] («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti.84e, Arist.HA540a6, al., Thphr.Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ σ. Id.6.154. 2 tension of mind, intense application or exertion, opp. ἄνεσις, Arist.Pol.1341b41, Rh.1370a12; σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Pl.Def.413d. II intensity, φλεγμονῆς Hp.Prog.6 (interpol. in 2 codd., om. Kühl.); φορᾶς Epicur.Ep.2p.45U. III agreement, τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Chrysipp.Stoic.2.172.
Greek (Liddell-Scott)
συντονία: ἡ, ἔντασις, ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν ὀργάνων αὐτοῦ, Ἱππ. 401. 28, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 2, 6, κ. ἀλλ. 2) ἔντασις τῆς διανοίας, σύντονος ἐνέργεια αὐτῆς, δραστικότης, ἀντίθετον τῷ ἄνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 3, Ρητορ. 1. 11, 4· σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Πλάτ. Ὅροι 413D. II. ἐπίτασις, φλεγμονῆς Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙΙ. συμφωνία, Διογ. Λ. 7. 140.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 forte tension (du corps, des organes, etc.);
2 tension de l’esprit, application intense.
Étymologie: σύντονος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α σύντονος
νεοελλ.
1. συντονισμός
2. μουσ. συμφωνία τόνου
μσν.-αρχ.
επίταση
αρχ.
1. σύντονη ενέργεια
2. ένταση, τέντωμα
3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.).