Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσόχα: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(42)
(No difference)

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. είδος μάλλινου υφάσματος
2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα»)
β) η χαρτοπαιξία
3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» — δεν έχω να χάσω τίποτε
β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» — λέγεται όταν κάποιος αποκτά κάτι αβασάνιστα, χωρίς κόπους
γ) «τον έφαγε η τσόχα» — λέγεται για κάποιον που έχει καταστραφεί από το πάθος του για χαρτοπαιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuha].