ὑπέρεικος: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(6_9) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρεικος''': ἡ, ([[ἐρείκη]]) «[[θάμνος]] [[φρυγανοειδής]], [[σπιθαμιαῖος]], [[ὑπέρυθρος]], [[ἄνθος]] ἔχων λευκοΐῳ ὅμοιον, ὃ διατριβὲν ἐν τοῖς δακτύλοις αἱματώδη τὸν χυμὸν ἐκκρίνει· [[ὅθεν]] καὶ [[ἀνδρόσαιμον]] ἐκλήθη» Διοσκ. 3. 161 (171) [[ἔνθα]]: ὑπερικόν, τό. - «κόψας οὐρείην ὑπέρεικον» Νικ. Ἀλεξιφ. 616. - [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp παρὰ τοῖς νῦν Ἕλλησιν ὀνομάζεται ἔτσι διὰ τοῦ ἀρχαίου ὀνόματος ἢ [[βάλσαμον]], παρὰ τοῖς νῦν Λάκωσι «σκουδρίτζα», παρὰ δὲ τοῖς Λημνίοις «ἀγουθοῦρα», πρβλ. Γαλην. τ. 14, σ. 43, 13., 59, 15., 109, 4, κλπ.· - γράφεται καὶ ὑπέρεικον καὶ ὑπερικόν. | |lstext='''ὑπέρεικος''': ἡ, ([[ἐρείκη]]) «[[θάμνος]] [[φρυγανοειδής]], [[σπιθαμιαῖος]], [[ὑπέρυθρος]], [[ἄνθος]] ἔχων λευκοΐῳ ὅμοιον, ὃ διατριβὲν ἐν τοῖς δακτύλοις αἱματώδη τὸν χυμὸν ἐκκρίνει· [[ὅθεν]] καὶ [[ἀνδρόσαιμον]] ἐκλήθη» Διοσκ. 3. 161 (171) [[ἔνθα]]: ὑπερικόν, τό. - «κόψας οὐρείην ὑπέρεικον» Νικ. Ἀλεξιφ. 616. - [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp παρὰ τοῖς νῦν Ἕλλησιν ὀνομάζεται ἔτσι διὰ τοῦ ἀρχαίου ὀνόματος ἢ [[βάλσαμον]], παρὰ τοῖς νῦν Λάκωσι «σκουδρίτζα», παρὰ δὲ τοῖς Λημνίοις «ἀγουθοῦρα», πρβλ. Γαλην. τ. 14, σ. 43, 13., 59, 15., 109, 4, κλπ.· - γράφεται καὶ ὑπέρεικον καὶ ὑπερικόν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, και [[ὑπέρεικον]], τὸ, Α<br />[[ονομασία]] φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. [[ἀνδρόσαιμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείκη]] «[[ρείκι]], [[φρυγανοειδής]] [[θάμνος]]». Η λ. απαντά και ως ουδ. [[ὑπέρεικον]] και με τη γρφ. [[ὑπερικόν]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἐρείκη)
A St. John's wort, Hypericum crispum, Nic. Al.603:—more freq. ὑπερικόν, τό, Dsc.3.154, Gal.12.148; also, Hypericum revolutum, Dsc.1.19.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρεικος: ἡ, (ἐρείκη) «θάμνος φρυγανοειδής, σπιθαμιαῖος, ὑπέρυθρος, ἄνθος ἔχων λευκοΐῳ ὅμοιον, ὃ διατριβὲν ἐν τοῖς δακτύλοις αἱματώδη τὸν χυμὸν ἐκκρίνει· ὅθεν καὶ ἀνδρόσαιμον ἐκλήθη» Διοσκ. 3. 161 (171) ἔνθα: ὑπερικόν, τό. - «κόψας οὐρείην ὑπέρεικον» Νικ. Ἀλεξιφ. 616. - Κατὰ τὸν Sibthorp παρὰ τοῖς νῦν Ἕλλησιν ὀνομάζεται ἔτσι διὰ τοῦ ἀρχαίου ὀνόματος ἢ βάλσαμον, παρὰ τοῖς νῦν Λάκωσι «σκουδρίτζα», παρὰ δὲ τοῖς Λημνίοις «ἀγουθοῦρα», πρβλ. Γαλην. τ. 14, σ. 43, 13., 59, 15., 109, 4, κλπ.· - γράφεται καὶ ὑπέρεικον καὶ ὑπερικόν.
Greek Monolingual
ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α
ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν].