φρενοβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a la raison atteinte, fou.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[βλάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />qui a la raison atteinte, fou.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[βλάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που πάσχει από [[φρενοβλάβεια]], [[τρελός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φρενοβλαβῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο παράφρονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], φρενός<br /><span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]] / [[βλάβος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>βλαβής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοβλαβής Medium diacritics: φρενοβλαβής Low diacritics: φρενοβλαβής Capitals: ΦΡΕΝΟΒΛΑΒΗΣ
Transliteration A: phrenoblabḗs Transliteration B: phrenoblabēs Transliteration C: frenovlavis Beta Code: frenoblabh/s

English (LSJ)

ές, (βλάπτω)

   A deranged, crazy, Hdt.2.120, Eup.181.7, Luc.Syr.D.43, Hierocl.in CA 24p.472M., etc.

German (Pape)

[Seite 1304] ές, am Verstande verletzt, dah. wahnsinnig, unsinnig; Eup. bei Plut. Nic. 4; Her. 2, 120, adv. φρενοβλαβῶς.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοβλᾰβής: -ές, (βλάπτω) ὁ βεβλαμμένος τὰς φρένας, παράφρων, μανικός, Λατ. mente captus, Ἡρόδ. 2. 120, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5. 8, Λουκ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la raison atteinte, fou.
Étymologie: φρήν, βλάπτω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια, τρελός.
επίρρ...
φρενοβλαβῶς Μ
κατά τρόπο παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός
+ -βλαβής (< βλάβη / βλάβος), πρβλ. ψυχο-βλαβής].