Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χονδρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(6_7)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον [[ἄλευρον]], ἐκ χόνδρων ἢ [[κόκκων]] ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[χόνδρον]] τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· [[ἐναντίον]] τοῦ [[νευρώδης]], [[ὀστώδης]] ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ [[μέρος]] τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, [[αὐτόθι]] 4. 1, 22.
|lstext='''χονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον [[ἄλευρον]], ἐκ χόνδρων ἢ [[κόκκων]] ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[χόνδρον]] τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· [[ἐναντίον]] τοῦ [[νευρώδης]], [[ὀστώδης]] ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ [[μέρος]] τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, [[αὐτόθι]] 4. 1, 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χονδρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χόνδρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως [[προς]] τη [[φύση]] ή τη [[σύσταση]] («[[χονδρώδης]] χιτὼν ὀφθαλμοῡ», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χονδρώδης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> [[μορφή]] συνδετικού ιστού που εμφανίζει [[σύσταση]] και όψη χόνδρου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδρώδης Medium diacritics: χονδρώδης Low diacritics: χονδρώδης Capitals: ΧΟΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: chondrṓdēs Transliteration B: chondrōdēs Transliteration C: chondrodis Beta Code: xondrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like groats, granular, f.l. in Hp.Nat.Mul.105 (leg. χονδροτέρα).    II like gristle, cartilaginous, Id.Mochl.1, Arist. HA493a7, 524b27 (Comp.), PA654b25, Aret.SD1.9, al.; opp. νευρώδης, ὀστώδης, Arist.HA500b20; χονδρώδη, τά, the swimmerets of crayfish, ib.549a25.

German (Pape)

[Seite 1364] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.

Greek (Liddell-Scott)

χονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον ἄλευρον, ἐκ χόνδρων ἢ κόκκων ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς χόνδρον τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· ἐναντίον τοῦ νευρώδης, ὀστώδης ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ μέρος τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, αὐτόθι 4. 1, 22.

Greek Monolingual

-ες / χονδρώδης, -ῶδες, ΝΑ χόνδρος
αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως προς τη φύση ή τη σύστασηχονδρώδης χιτὼν ὀφθαλμοῡ», Πολυδ.)
νεοελλ.
φρ. «χονδρώδης ιστός»
(ιστολ.) μορφή συνδετικού ιστού που εμφανίζει σύσταση και όψη χόνδρου
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).